μύστης

μύστης
ο
1. αυτός που μυήθηκε σε μυστήριο ή μυστική τελετουργία, που κατηχήθηκε σε κάτι, ο μυημένος.
2. μτφ., αυτός που κατέχει τέλεια μια επιστήμη ή τέχνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μύστης — one initiated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… …   Dictionary of Greek

  • μύσται — μύστης one initiated masc nom/voc pl μύστᾱͅ , μύστης one initiated masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστηις — μύστῃς , μύστης one initiated masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστῶν — μύστης one initiated masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταις — μύστης one initiated masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταισι — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταισιν — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστην — μύστης one initiated masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστου — μύστης one initiated masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”